αλάσπωτος

αλάσπωτος
-η, -ο [λασπώνω]
1. ο μη αλειμμένος με λάσπη, με αμμοκονία
2. αυτός που δεν λασπώθηκε, που δεν λερώθηκε με λάσπη
3. ο ηθικά ακηλίδωτος, άσπιλος
4. αυτός που δεν περιήλθε σε δύσκολη οικονομική θέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλάσπωτος — η, ο 1. αυτός που δε λασπώθηκε: Απρόσεχτος όπως ήταν ο μάστορης, δεν άφησε μέρος αλάσπωτο. 2. αυτός που δεν εξευτελίστηκε: Με όσα διέδιδε δεν άφηνε συντοπίτη του αλάσπωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλασπος — η, ο ο αλάσπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λάσπη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλασπιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”